ἀριθμός

ἀριθμός
ἀριθμός [ᾰ], (
A

ἁρ- IG1.164

), , number, first in Od.,

λέκτο δ' ἀριθμόν 4.451

;

ἀριθμῷ παῦρα Semon.3

;

ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6

;

ἀριθμὸν ἕξ Id.1.14

, cf. 50;

ἐς τὸν ἀ. τρισχίλια Id.7.97

; πλῆθος ἐς ἀ. the amount in point of number, ib.60;

τὸν ἀ. δώδεκα Euphro11.11

;

δύο τινὲς ἢ τρεῖς . . εἰς τὸν ἀ. Men.165

;

ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Pl.Tht.155a

;

οὔτ' ἀριθμοῖς οὔτε μεγέθεσιν ἐλάττους Id.Lg.861e

;

σταθμῷ καὶ ἀ. X. Smp.4.45

;

δι' ἀ. καὶ μέτρου Plu.Per.16

, cf. E.Tr.620: prov., λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν 'count the pebbles on the shore', Pi.O.13.46, cf. 2.98; οὐ γιγνώσκων ψήφων ἀριθμούς, of a blockhead, Ephipp. 19;

οὔτ' ἀριθμὸν οὔτ' ἔλεγχον . . ἔχων Dionys.Com.3.13

.
2 amount, sum,

πολὺς ἀ. χρόνου Aeschin.1.78

;

ἀ. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6

; ἀ. [χρυσίου] a sum of money, Id.Cyr.8.2.16.
3 ἀριθμῷ, abs., in certain numbers, Hdt.6.58; but

δένδρα ἀριθμῷ ὑμέτερα

by tale,

Th.2.72

;

ἀ. διδόναι Dionys.Com.3.6

.
4 item or term in a series,

ὁ δεύτερος ἀ. E.Ion1014

;

τρίτον ὠδίνων ἀ. Epigr.Gr.574

;

ναῦς πολλοὺς ἀ. ἄγνυται ναυαγίων E.Hel.410

, cf. Arist.Po.1461b24; τοὺς ἀ. τοῦ σώματος points of the body, Pl.Lg.668d;

τοὺς ἀ. ἑκάστου τῶν νοσημάτων Hp.Acut. 3

;

τὸ καλὸν ἐκ πολλῶν ἀ. ἐπιτελεῖσθαι Plu.2.45c

: hence as a mark of completeness,

πάντας τοὺς ἀ. περιλαβών Isoc.11.16

; τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς the sum total of duty, M.Ant.3.1.
5 number, account, as a mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ takes his place among men, Od.11.449;

εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀ. E.Fr.492

;

εἰς ἀ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν Id.Hec.1186

; ξενίας ἀριθμῷ πρῶτ' ἔχειν ἐμῶν φίλων in regard of friendship, ib.794; δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν have no account made of them, Id.Fr.519; οὐδ' εἰς ἀ. ἥκει λόγων she comes not into my account, Id.El.1054;

ἀ. οὐδεὶς οὐδὲ λόγος ἐστί τινος Plu.2.682f

, cf. Call.Epigr.27.6, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48.
6 mere number, quantity, opp. quality, ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων a mere set of words, S.OC382; of men, οὐκ ἀ. ἄλλως not a mere lot, E.Tr.476;

ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar. Nu.1203

; sometimes even of a single man, οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα not a mere unit, E.Heracl.997; also ἀριθμὸν πληροῦν to be a mere cipher, Chor.Milt.66.
II numbering, counting, μάσσων ἀριθμοῦ past counting, Pi.N.2.23; esp. in phrases, ἀ. ποιεῖσθαι τῶν νεῶν to hold a muster of . . , Hdt.8.7;

ποιεῖν X.An.7.1.7

, etc.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀ. ib.II; εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀ. ἐλθεῖν can be stated in numbers, Th.2.72.
III the science of numbers, arithmetic,

ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr.459

;

ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα S.Fr. 432

;

ἀ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Pl.Phdr.274c

, cf. R.522c: prov.,

εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα E.Fr.360.19

.
IV in Philos., abstract number, Arist.Cat.4b23, Metaph.990a19, al.; ἀ. μαθηματικός ib.1090b35; ἀ. οὐσιώδης, opp. τοῦ ποσοῦ, Plot.5.5.4; ἀ. ἑνιαῖος, οὐσιώδης, ἑτεροῖος, Dam.Pr.228.
V Gramm., number, Stoic.3.214, D.T.634.16, A.D.Synt.32.2,al.; cf. ἑνικός, δυικός, πληθυντικός.
VI numeral, ib.36.6, etc.;

ὁ τέσσαρα ἀ. S.E.M.7.96

; παιδὸς ἀ., = δεκάτη, E.El. 1132.
VII unknown quantity (x), defined as πλῆθος μονάδων ἀορίστων, Dioph.Def.2.
VIII Rhet., rhythm in Prose, in pl., D.H.Comp.23, Dem.52, cf. Arist.Rh.1408b29; but also

ἀριθμοὶ τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν SIG703.7

(Delph.).
IX line of a book, Apollon. Cit.2.
X sum of numerical values of letters in a name, Apoc.13.17,al.; φιλῶ ἧς ἀριθμὸς φμέ Pompeian Inscr. in Rend.Linc.10(1901).257.
XI unit of troops, = Lat. numerus, CIG5187 (vi A. D.), BGU673 (vi A. D.), etc.; = legio, Jul.ad Ath.280d, Zos.5.26, PLond. 5.1711.69 (vi A. D.).
XII Astrol., mostly in pl., degrees traversed in a given time, Ptol.Tetr.112, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.107.30; τοῖς ἰδίοις ἀ. at her normal speed, of the moon, Gal.19.531; also of degrees of latitude, Heph.Astr.2.8,3.1.
XIII Medic., in pl., precise conditions, παρόντων τῶν πρὸς τὴν φλεβοτομίαν ἀριθμῶν Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.71, cf. Aret.CA2.3, prob. in Herod.Med. ap. Aët.9.2; cf. supr.1.4. [[pron. full] E.El.1132, Ar.Nu.1203.] (ἀρῐ-θμός from root ἀρι-, cf. ἐπάριτος (q. v.), νήριτος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁριθμός — ἀριθμός , ἀριθμός number masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμός — number masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση …   Dictionary of Greek

  • δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… …   Dictionary of Greek

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που …   Dictionary of Greek

  • φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… …   Dictionary of Greek

  • περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 …   Dictionary of Greek

  • πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”